ἀριζήλωτος

ἀριζήλωτος
ἀρι-ζήλωτος, ον,
A much to be envied, Ar.Eq.1329 (anap.):

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αριζήλωτος — ἀριζήλωτος, ον (AM) και ζήλητος (Μ) αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀριζήλωτοι — ἀριζήλωτος much to be envied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”